Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑΣ ΣΤΗ ΡΟΔΟ



Σοβαρές ανατροπές στη δικαστική εξέλιξη της αστικής ένδικης διαφοράς ενός επιχειρηματία της Ρόδου με τον εξάδελφο και τον θείο του, που τον κατήγγειλαν αρμοδίως για τοκογλυφία, καταγράφονται μετά και την έκδοση απόφασης του Αρείου Πάγου, που ακύρωσε τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου δυνάμει της οποίας κινήθηκε η κατάσχεση 6 ακινήτων σε κεντρικό σημείο της πόλης της Ρόδου.
Τα ακίνητα, που βρίσκονται σε εμπορικό κέντρο και χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων και για τη λειτουργία γνωστού ζαχαροπλαστείου, επρόκειτο να εκπλειστηριαστούν για οφειλή ύψους 30.000 ευρώ, ενώ ο επισπεύδων σκόπευε να αναγγείλει συνολικά οφειλές ύψους 300.000 ευρώ, όσο είναι δηλαδή και το ύψος των χρημάτων, που όπως κατηγορήθηκε, δάνεισε τοκογλυφικά.

Θυμίζουμε ότι ο φερόμενος ως θύμα της τοκογλυφίας, καταγγέλθηκε από τον πατέρα του ότι είχε αφαιρέσει φύλλα επιταγών από τηρούμενο μπλοκ επιταγών της οικογενειακής του επιχείρησης και εξέδιδε επιταγές τις οποίες παρέδιδε στον εξάδελφό του προς εξόφληση τοκογλυφικού δανείου πλαστογραφώντας την υπογραφή του ίδιου και του συγγενή συνεταίρου του.

Διατείνεται ειδικότερα πως ο γιος ενός εκ των δύο συνεταίρων του, στα πλαίσια συμβάσεων δανείου που είχε συνάψει με τον εξάδελφο του, του παρέδωσε 180 περίπου επιταγές από τις οποίες άλλες μεν αφαίρεσε από το συρτάρι του λογιστηρίου της επιχείρησης, εν αγνοία του λογιστή της, ο οποίος ούτε την ύπαρξη τους εγνώριζε ούτε την αφαίρεση τους αντιλήφθηκε και άλλες προμηθεύτηκε εν αγνοία τους από υποκατάστημα τράπεζας της Ρόδου, όπου η εταιρεία τηρούσε τραπεζικό λογαριασμό όψεως, ο οποίος από το έτος 2003 ήταν αδρανής.

Το Εφετείο Δωδεκανήσου έχει κρίνει ότι οι καταθέσεις αυτές δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής και ελέγχονται ως αναληθείς. Έκρινε συγκεκριμένα ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια εταιρεία, όπως η ανακόπτουσα, με σημαντικό κύκλο εργασιών και οργανωμένο λογιστήριο είχε «ξεχασμένες» επιταγές στα συρτάρια της και ότι δεν εγνώριζε ότι επί 3-4 χρόνια διακινούνταν μέσω του δικού της τραπεζικού λογαριασμού χρηματικά ποσά κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, αφού αυτό προϋπέθετε κατ ́αρχήν συμμετοχή των υπαλλήλων της τράπεζας στις παράνομες ενέργειες του γιου του ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της ανακόπτουσας επιχείρησης.

Το Εφετείο είχε κρίνει παραπέρα ότι δεν είναι πειστική και η κατάθεση μάρτυρα της ανακόπτουσας οικογενειακής επιχείρησης ότι δύο απλές υπάλληλοι της τράπεζας χορηγούσαν στον γιο ενός εκ των δύο ιδιοκτητών μπλοκ επιταγών της, διακινδυνεύοντας τη θέση τους στην τράπεζα. Έκρινε επιπλέον ότι δεν μπορεί να γίνει πιστευτό και ότι η τράπεζα χορηγούσε στον ίδιο καινούρια μπλοκ επιταγών, παρά το γεγονός ότι οι επιταγές από τα προηγούμενα εκδοθέντα μπλοκ δεν «επέστρεφαν» εξοφλημένες αλλά κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας και του μάρτυρά της, ο καταγγελλόμενος ως τοκογλύφος αντικαθιστούσε τις προηγούμενες επιταγές με νεότερες χωρίς καν να εμφανίζονται στην τράπεζα για εξόφληση.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε παραπέρα ότι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μεταξύ του γιου ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της επιχείρησης είχαν συναφθεί συμβάσεις δανείου με οφειλόμενο κατά τον μήνα Μάιο του 2007 ποσό ύψους 317.000 ευρώ πλέον του ποσού των 17.000 ευρώ για την εξασφάλιση του οποίου είχε εκδοθεί η επιταγή για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής και ζητήθηκε η ανακοπή της.

Υπέρ της άποψης του δικαστηρίου ότι ο γιος ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της επιχείρησης είχε τη συγκατάθεση του πατέρα του – των εκπροσώπων της ανακόπτουσας οικογενειακής εταιρείας- για να εκδίδει και να υπογράφει αντ’ αυτών τις προαναφερόμενες επιταγές συνηγόρησε και το γεγονός ότι στις 24 Μαϊου 2007 υπέγραψε ενώπιον συμβολαιογράφου σύμβαση αναγνώρισης του χρέους του γιου του στον εξάδελφο του, συνολικού ύψους 317.000 ευρώ προερχόμενου από 14 επιταγές που είχε εκδώσει ο τελευταίος στα πλαίσια της μεταξύ τους συναλλαγής, πράξη στην οποία δεν θα είχε προβεί αν οι επιταγές αυτές ήταν πλαστογραφημένες έστω κι αν κινδύνευε από ενδεχόμενη σφράγιση τους.

Ο Αρειος Πάγος ωστόσο με απόφαση του ανήρεσε την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου με την αιτιολογία ότι για να ισχύει επιταγή που έθετε ο τρίτος και συγκεκριμένα ο γιός και ανιψιός των εκπροσώπων της εταιρείας, κατ’ απομίμηση των υπογραφών των δύο εκπροσώπων της, κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας, δεν αρκούσε ότι την έθετε εν γνώσει αυτών (που σημαίνει ότι ενήργησε ως αντιπρόσωπος) αλλά θα έπρεπε και να επικαλεσθεί και να προσαγάγει έγγραφη πληρεξουσιότητα.

Με βάση την ώς άνω απόφαση του Αρείου Πάγου το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου προχώρησε πρόσφατα σε ανακοπή άλλης διαταγής πληρωμής.

Θυμίζουμε ότι με βούλευμα κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη κατηγορίας σε βάρος του ανιψιού για τις πράξεις της τοκογλυφίας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και ενός κατοίκου Αρχαγγέλου για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αλλά και για την παραπομπή το γιού για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ.

Ο γιος του «μηνυτή», φέρεται συγκεκριμένα να πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα του σε πλείστες επιταγές και αιτήσεις για τη χορήγηση μπλοκ επιταγών και εν συνεχεία να τις παρέδωσε στον πρώτο εξάδελφό του προς εξόφληση τοκογλυφικών δανείων, ενώ ο έτερος κατηγορούμενος, κάτοικος Αρχαγγέλου, φέρεται να συνέδραμε τον πρώτο στην πράξη της τοκογλυφίας.

Η ενάγουσα εταιρεία εκπροσωπείται από το δικηγόρο κ. Παντελή Αποστολά.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΡΟΔΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου