Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: "ΜΟΥΝΙ" Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΛΕΞΗ!



«Μουνί. Είναι το καταφύγιο του άντρα. Ο άνεργος, ο πληγωμένος, ο κατασπαταλημένος, ο κυνηγημένος βρίσκει εκεί μια φωλιά που… τον παρηγορεί, του δίνει κουράγιο, πόδια να περπατήσει την άλλη μέρα. Πέρα από την ηδονή, το πρώτο είναι η φωλιά, η ζεστασιά, αυτό που κάνει τη σχέση σφικτή». 

Αυτά δηλώνει, μεταξύ άλλων, πάντα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Χρυσούλα Παπαϊωάννου και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Ποντίκι», όταν η δημοσιογράφος τον ρωτά «ποια είναι η αγαπημένη του λέξη». Με λόγο μεστό, βαθυστόχαστο αλλά άμεσο και «προβοκατόρικο» συνάμα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, εξηγεί και εξηγείται: «Εγώ θαυμάζω τις γυναίκες πολύ. Από μέσα τους βγαίνει ένα νέο παιδί. Την Ιστορία, όμως, τη γράφουν οι άντρες. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, «…Επί άρχοντος Πειθοδήμου Αθήνησι». Τις γυναίκες τις αφήσαμε εκτός ιστορίας. Ξέρουμε μόνο για τις ωραίες. Τη γυναίκα του Περικλή, τη Φρύνη που τη γαμούσε ο Πραξιτέλης, άντε και καμιά αγία. Και σ’ εμάς σήμερα, πόσες γυναίκες βρίσκονται στα κέντρα εξουσίας;

 Πόσες γυναίκες είναι στη Βουλή ή σε ανώτατες θέσεις της Δικαιοσύνης, της δημοσιοϋπαλληλίας; Οι περισσότεροι άντρες είναι κομπλεξικοί. Έχω δει ηλίθιες γυναίκες. Αλλά η ηλιθιότητα των αντρών «σπάει» τα πάντα. Μιλάμε για γραφειοκρατική ηλιθιότητα. Είναι στεγανή, δε μπορείς να την τρυπήσεις με τίποτα. Στα χρόνια τα δικά μου, το κορίτσι δεν έπρεπε να σπουδάσει, αλλά να βρει έναν γαμπρό να παντρευτεί. Όταν το αγόρι γάμαγε, η μάνα έφτιαχνε χαλβά σπιτίσιο και κέρναγε τη γειτονιά. Όταν το κορίτσι γαμιότανε και το μάθαινε η μάνα, το έλεγε στον πατέρα και το κουρεύανε. Οι γυναίκες φοβόντουσαν το σώμα τους…

 Είμαι ειλικρινής. Οι λόγοι καθωσπρεπισμού και οι νόμοι δε μου επιτρέπουν καμιά φορά να εκφραστώ. Δεν έχω κόντρες με τον εαυτό μου. Λέω αυτά που αισθάνομαι… Είμαι ευνοημένος από τη ζωή. Έζησα σε μια εποχή κοσμογονική. Ήμουν πάμφτωχος. Ήρθαν έτσι τα πράγματα, οι καιροί, τα διαβάσματα, οι συνθήκες, ώστε να μπορέσω να σπουδάζω, να γράψω 1000τόσα τραγούδια, πολλά από τα οποία τραγούδησε ο κόσμος και γλυκάθηκε, συγκινήθηκε, θύμωσε. Έβγαλα λεφτά από αυτήν τη δουλειά και τη δημοσιογραφία. Στάσου. Ήμουν ένα ξυπόλητο φτωχόπαιδο. Δεν ήξερα αν οι σπουδαίοι γονείς μου θα μπορούσαν νε με στείλουν σε σχολείο, κι όμως, με έστειλαν πανεπιστήμιο. Ε, να ‘χω και παράπονο; Δε γίνεται.» 

Πηγή: Το Ποντίκι 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου