Ο Γιάννης είναι 33 χρόνων, εδώ και έξι μήνες είναι άνεργος και παλεύει καθημερινά για την επιβίωσή του. Μένει σε ένα υπόγειο στη συνοικία των Αμπελοκήπων της Λάρισας που του παραχώρησε κάποιος γνωστός του. Σκληρή ζωή, μα ακόμη πιο σκληρή η καθημερινότητά του. Ένας νέος άνθρωπος, που μοιάζει να μην κάνει πια όνειρα για το μέλλον. Τον συναντήσαμε ένα μεσημέρι που έκανε πολύ κρύο, ψιλόβρεχε κιόλας, δώσαμε ραντεβού σε κάποιο κεντρικό σημείο της συνοικίας. Καθόταν στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας και με περίμενε. Περπατήσαμε λίγο μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που έμενε. Τα λόγια του λιγοστά, μα χιλιάδες σκέψεις φαινόταν να διατρέχουν στο μυαλό του.
Με αρκετή δυσκολία δέχθηκε να μιλήσουμε στο χώρο που τον φιλοξενεί τους τελευταίους μήνες. Η εικόνα που αντικρίζει κανείς ξαφνιάζει, σοκάρει... Ένα υπόγειο σκοτεινό, παγωμένο και αφιλόξενο. Κατεβήκαμε καμιά δεκαριά σκαλιά. Ο χώρος είχε αυτή τη γνωστή μυρωδιά της κλεισούρας. Το βλέμμα πέφτει σε διάφορα διάσπαρτα μικροαντικείμενα του ιδιοκτήτη, άλλα άχρηστα και άλλα χρήσιμα που γεμίζουν ασφυκτικά το υπόγειο και λίγο πιο πέρα μερικές γλάστρες λουλουδιών που βρέθηκαν εκεί για να γλιτώσουν από το κρύο του χειμώνα, σαν να ήξεραν, για να δίνουν λίγο χρώμα στην άχρωμη και άνευρη ζωή του νεαρού που βρέθηκε εκεί χωρίς να το καταλάβει.
Στη μέση του υπογείου έστεκαν ερμητικά κλειστές τρεις τεράστιες βαλίτσες. Αυτές, μου λέει ο Γιάννης, είναι ό,τι έχω και δεν έχω σε αυτή τη ζωή, όλη μου η περιουσία. Βλέποντάς τες νομίζεις ότι κάποιος θα φύγει για ταξίδι, κάπως έτσι νιώθει και ο νεαρός άνεργος, κάθε μέρα που περνά, πιστεύει ότι κάτι θα γίνει, κάποια δουλειά θα βρεθεί και θα φύγει.
Μα το πιο σκληρό απ΄ όλα είναι ο χώρος που κοιμάται αυτός ο άνθρωπος, ένα αποπνικτικά μικρό δωμάτιο, χωρίς φως, χωρίς θέρμανση, με ξύλινες τάβλες για στρώμα και λίγες κουβέρτες για σκεπάσματα. Δύο, τρία κεριά να φωτίζουν αχνά τον χώρο, τη στιγμή που θα πρέπει να πάει για ύπνο, η μοναδική συντροφιά του σε μία ζωή που είναι «θαμμένη» στους τοίχους ενός υπογείου.
Ο Γιάννης ήταν απόμακρος αρχικά και αρκετά επιφυλακτικός στη συνέχεια, φοβισμένος θα έλεγα -πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά... Ωστόσο δέχτηκε να μιλήσει, να πει τον καημό του σε κάποιον, να βγάλει από μέσα του όλη την πίκρα για τη ζωή που δεν του στάθηκε και τόσο γενναιόδωρη!
Ο Γιάννης δεν ξέρει στη ζωή του, τι σημαίνει ανεμελιά, παιχνίδι αφού από την παιδική του ηλικία άρχισε να δουλεύει. «Εργαζόμουν οπουδήποτε, θα πει, για ένα μεροκάματο, για να μην πεινάω, η δουλειά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για μένα. Αλλαξα πολλές δουλειές, δεν ήθελα να είμαι βάρος σε κανέναν».
Πριν λίγους μήνες η ζωή του ήταν λίγο διαφορετική, μπορεί να αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα αλλά τουλάχιστον η εργασία που είχε του έδινε τη δυνατότητα να νοικιάζει ένα σπίτι και να τα βγάζει πέρα όπως πολλοί άλλοι νέοι στη σημερινή εποχή.
Όταν έφυγε από τη δουλειά επειδή έληξε η σύμβασή του, πέραν της ανεργίας είχε να αντιμετωπίσει άλλο ένα πρόβλημα, να πληρώσει την Εφορία και έτσι ό,τι οικονομίες είχε τις έδωσε, με το τίμημα να μείνει στον δρόμο. Προτίμησε δηλαδή να μην χρωστά ούτε ένα ευρώ στο κράτος και ας μην του έμενε τίποτε. Εκεί που άλλοι χρωστούν εκατομμύρια και δεν τα πληρώνουν, ένας άνεργος που χρωστά κάποιο μικροποσό το ξεπληρώνει με όλη την τιμιότητα που τον διακατέχει. Τις μέρες του χιονιού που το κρύο ήταν τσουχτερό παρακαλούσε να μην αρρωστήσει. Γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, μου εξηγούσε, τι θα γινόταν; Ποιος θα τον φρόντιζε;
Ο νεαρός άνεργος δεν έχει φίλους στη ζωή του. Είναι παιδί χωρισμένων γονιών, ένας άνθρωπος μοναχικός, εσωστρεφής, ωστόσο, κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των περιοίκων του υπογείου.
Οι πιο πολλοί τον γνωρίζουν στη γειτονιά και τον βοηθούν, η Εκκλησία, ο κρεοπώλης, ο φαρμακοποιός, νοιάζονται για αυτόν και τον στηρίζουν όσο μπορούν.
Το καθημερινό του φαγητό το εξασφαλίζει από τα συσσίτια των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Την υπόλοιπη μέρα λόγω της κατάστασης τριγυρνάει διαρκώς έξω, αφού το κρύο είναι παντού ίδιο για αυτόν, όπως λέει, είτε μέσα, είτε έξω από το υπόγειο.
Η περίπτωση του Γιάννη είναι μία από τις πολλές που συναντάμε τον τελευταίο καιρό, απόρροια της οικονομικής κρίσης, ένας ακόμη νεοάστεγος που δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η επόμενη μέρα.
Ο Γιάννης μόλις νυχτώνει κλείνει πίσω του την πόρτα του υπογείου και κάθεται στα σκαλιά, εκεί που φέγγει ελάχιστα, για να μπει λίγο φως στον χώρο αλλά και στη ζωή του και σκέφτεται το αύριο. Θα είναι άραγε τυχερός να βρει μία δουλειά, να έχει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, να μην κρυώνει και να ζει και αυτός όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι; Ο νεαρός άστεγος δεν επαιτεί, παλεύει με τη μοναξιά, με τη φτώχεια, την ανεργία, την περιθωριοποίηση. Η οποιαδήποτε βοήθεια θα ήταν όχι απλά πολύτιμη για κείνον, αλλά βάλσαμο για να γαληνέψει η πονεμένη ψυχή του.
http://www.eleftheria.gr/ PerifereiaNews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου