Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΙΝΕΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ

Γεννημένος το 1935 στην Αθήνα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φοιτά στη Νομική εγκαταλείποντας όμως τη σχολή πριν αποφοιτήσει. Το 1961 βρίσκεται στο Παρίσι, όπου και παρακολουθεί στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας.
Τον κερδίζει όμως ο κινηματογράφος και διακόπτει τις προηγούμενες σπουδές του για χάρη της φοίτησης στη Σχολή IDHEC και στο Musée de l' Homme. Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1964 και εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον στενό του φίλο, Βασίλη Ραφαηλίδη.
Η καριέρα του ως σκηνοθέτη ξεκινά με τη μικρού μήκους ταινία, «Εκπομπή» το 1968, ενώ δύο χρόνια αργότερα έρχεται η πρώτη του μεγάλου μήκους δημιουργία, η αριστουργηματική «Αναπαράσταση», που σχεδόν μόνη της σημαίνει την αρχή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.

Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, σκηνοθετεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της Ιστορίας, τις «Μέρες του `36»(1972), που παίρνουν αφορμή από ένα πραγματικό περιστατικό ομηρείας σε φυλακή για να κάνουν ένα σχόλιο στην τεταμένη πολιτική κατάσταση.

Μετά από τρία χρόνια, και γυρίσματα στα κρυφά λόγω της απειλής της λογοκρισίας, ο Αγγελόπουλος επιστρέφει με την πιο φιλόδοξη και ίσως την σπουδαιότερη ταινία της καριέρας του: «Ο Θίασος» (1975) της ιστορικής καταγραφής και των μυθικών απόηχων, φωτογραφίζει μια διαφορετική Ελλάδα, μέσα από έναν θίασο που γίνεται μάρτυρας της δραματικής εξέλιξης της Ιστορίας αλλά και της αναβίωσης του μύθου των Ατρειδών.

Τον ευθύ διάλογο με την Ιστορία κλείνει με τους καυστικούς «Κυνηγούς» (1977), που φέρνουν αντιμέτωπους τους πρώην αριστερούς με το ένοχο παρελθόν τους, ενώ στη συνέχεια έρχεται ο εξίσου κυνικός «Μεγαλέξαντρος» (1980). Η Τριλογία της Σιωπής ξεκινά με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) που έδωσε στον Μάνο Κατράκη το ρόλο της ζωής του στον Σπύρο, έναν αριστερό που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από 32 χρόνια εξορίας για να βρει μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα από αυτή για την οποία θυσιάστηκε. Η Τριλογία συμπληρώνεται με τον «Μελισσοκόμο» (1986) και το «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988), που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας.

Η μεγαλύτερη διεθνής αναγνώριση ήρθε το 1998, με το «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», ενώ η τελευταία του Τριλογία, που ξεκίνησε με το «Λιβάδι που Δακρύζει»(2004) και συνεχίστηκε με τη «Σκόνη του Χρόνου» (2008), θα μείνει για πάντα ανολοκλήρωτη, αφού «Η Άλλη Θάλασσα» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Αντίο σε έναν μεγάλο δάσκαλο

Πώς να συνοψίσει κανείς το έργο ενός σκηνοθέτη, που υφαίνει αφαιρετικές ιστορίες γεμάτες οξυδερκείς αλληγορίες και εύστοχα σχόλια, χωρίς να καταφύγει σε γλώσσα που κινδυνεύει να ακουστεί ξύλινη μέσα στην υπερθετικότητά της; Το σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όμως, δεν περιγράφεται παρά με τέτοιους όρους: εμβληματικό, επικό, ποιητικό, αδιαπραγμάτευτα ασυμβίβαστο μέσα στην τόσο ιδιόμορφη ματιά του, που διέτρεχε αιώνες Ιστορίας για να μπορέσει να αποστάξει κάτι από την πραγματική ουσία της Ελλάδας – και τα κατάφερνε.

Όπως ένας συγγραφέας ή ένας ζωγράφος με τα δικά του εργαλεία δημιουργίας, η κάμερα υποτασσόταν στο βαθιά προσωπικό βλέμμα του, που ένωνε πραγματικότητα και φαντασία, πρόζα και ποίηση, αφήγηση και σύμβολα, για να δημιουργήσει έργα βαθιά ανήσυχα και αυθεντικά κινηματογραφικά. Όχι πάντα προσβάσιμο, και συχνά αινιγματικό, ήταν ένα σινεμά του οποίου ο μεγαλόπνοος σχεδιασμός και η οργανική ανάμιξη μυθικών στοιχείων με την Ιστορία έφτιαχνε ένα σύμπαν που μπορούσε να φιλοξενήσει ιδιοφυείς στιγμές - γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να είχε βάλει τονΘανάση Βέγγο να μιλήσει τόσο συγκλονιστικά (και τόσο προφητικά) για μια Ελλάδα που πεθαίνει, όπως στο «Βλέμμα του Οδυσσέα»; Να ενώσει δύο χρονικές περιόδους μέσα σε ένα μόνο πλάνο, όπως στον «Θίασο»; Να παντρέψει ένα ζευγάρι που στέκεται αθόρυβα στις δύο όχθες ενός ποταμού, όπως στο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού»; Να δώσει ένα συγκλονιστικό φινάλε στον επαναπατρισμένο κομμουνιστή, που ψάχνει μια χώρα που δεν υπάρχει πια, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα»;

Οι αργοί ρυθμοί, η χειρουργική ακρίβεια πλάνων και το υπομονετικό ξετύλιγμα των ιστοριών του ήταν τα συστατικά ενός έργου, που αναζήτησε την αληθινή Ελλάδα, μια χώρα μακριά από τα ηλιόλουστα καρτ ποστάλ και τις λαμπερές βιτρίνες, και τη βρήκε στους συννεφιασμένους ουρανούς, τα έρημα χωριά και τους ατελείωτους δρόμους της φτωχικής επαρχίας. Έβρισκε όμως πάντα στιγμές μεγαλείου όπου και αν γύριζε το βλέμμα του, και δημιούργησε ταινίες ποτισμένες με την πατρίδα του – την Ελλάδα που ποδοπατήθηκε στην Κατοχή, μάτωσε στον Εμφύλιο, διαψεύστηκε ξανά και ξανά, μετανάστευσε πικραμένη, επέστρεψε απογοητευμένη, περιπλανήθηκε χαμένη σε αναζήτηση της νέας της ταυτότητας και κατέληξε μπερδεμένη όσο ποτέ.

Αντίο σε έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, που δημιούργησε μια νέα γλώσσα, και έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες στην ιστορία της Ελλάδας, που μας έκανε να δούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς λίγο πιο καθαρά. Αντίο σε έναν μεγάλο δάσκαλο του σινεμά.

e-go

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου